- αιγωπός
- αἰγωπός, -όν (Α)1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει μάτια όμοια με τής κατσίκας2. (για μάτια) ο όμοιος με τα μάτια τής κατσίκας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + -ωπὸς < ὄπωπα, ὄψ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰγωπόν — αἰγωπός goat eyed masc/fem acc sg αἰγωπός goat eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωποί — αἰγωπός goat eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωποῦ — αἰγωπός goat eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωπούς — αἰγωπός goat eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωπά — αἰγωπός goat eyed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek